- λεπταίνω
- και λεπτύνω (AM λεπτύνω) [λεπτός]1. καθιστώ κάτι λεπτό, τό εκλεπτύνω (α. «λεπταίνω το σύρμα» β. «καὶ λεπτυνῶ αὐτοὺς ὡς χνοῡν κατὰ πρόσωπον ἀνέμου, εἰς πηλὸν πλατειῶν λεανῶ αὐτούς», ΠΔ)2. κάνω κάτι ή κάποιον ισχνό, αδύνατο (α. «σέ λέπτυνε η δίαιτα» β. «αἱ ταλαιπωρίαι λεπτύνουσι [τὰ πρόβατα]», Αριστοτ.γ. «λελεπτυσμένος κατὰ τὴν οὐράν», Φιλούμ.)3. (σχετικά με το πνεύμα) οξύνω (α. «η μόρφωση λέπτυνε το μυαλό του» β. «καὶ πως ἤδη λεπτυνάμενος εἰς νοῡν καὶ ἰσχνολογεῑν ἐπιπνευσθείς», Ευστ.)4. κάνω τη φωνή μου οξείανεοελλ.(αμτβ.) γίνομαι λεπτός, αδυνατίζω («προσπαθεί να λεπτύνει με τη γυμναστική»)νεοελλ.-μσν.κάνω κάποιον λεπτό στους τρόπους, εξευγενίζω («η καλή συντροφιά τόν έκανε να λεπτύνει τους τρόπους του»)μσν.1. κάνω βαθιά τομή σε κάτι2. ερμηνεύω, αναλύω3. διαλύω, συντρίβωμσν.-αρχ.ξεφλουδίζωαρχ.1. (για πράγματα ή στρατ. μονάδες) αραιώνω2. (σχετικά με την τροφή) χωνεύω3. αλωνίζω4. λιχνίζω.
Dictionary of Greek. 2013.